κατηγορημένος

κατηγορημένος
κατηγορέω
speak against
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύψεκτος — ον, ΜΑ αυτός που τού αποδίδονται πολλοί ψόγοι, πολλές κατηγορίες, πολύ κατηγορημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψεκτός (< ψέγω), πρβλ. πάμ ψεκτος] …   Dictionary of Greek

  • Ρεμάρκ, Έριχ Μαρία — (Remarque, ψευδώνυμο του Erich Maria Kramer, Όσναμπρικ 1898 – Λοκάρνο 1970). Γερμανός συγγραφέας. Γνώρισε τεράστια επιτυχία με το μυθιστόρημα Τίποτα το νεότερο από το Δυτικό Μέτωπο (1929), συντριπτικό ντοκουμέντο εναντίον του μιλιταρισμού και του …   Dictionary of Greek

  • κατηγορούμαι — κατηγορούμαι, κατηγορήθηκα, κατηγορημένος βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατηγορώ — και κατηγοράω κατηγόρησα, κατηγορήθηκα, κατηγορημένος 1. διατυπώνω κατηγορία εναντίον κάποιου: Τον κατηγόρησαν ότι ήταν προδότης. 2. καταγγέλλω κάποιον για αξιόποινη πράξη: Τον κατηγόρησανγια φόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”